(φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Σε μια συζήτηση για τα εθιμικά δρώμενα, επιβιώματα ή αναβιωμένες μορφές παλαιότερων αγροτικών μαγικοθρησκευτικών εθίμων μιας περιοχής, ο επαναπροσδιορισμός της σημασίας του πολιτισμικού κεφαλαίου της είναι απαραίτητος για την προγραμματισμένη βάσει σχεδιασμού και ουσιαστική αξιοποίησή του με στόχο την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, σημειώνει κατά τη συζήτησή μας στο studio της ΕΡΤ, η λαογράφος Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, τ. Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Η τοπική αυτοδιοίκηση και οι πολιτιστικοί φορείς της περιοχής (σύλλογοι, σωματεία, Λύκειο Ελληνίδων κ.λπ.) οφείλουν με κανόνες σύγχρονης πολιτιστικής πολιτικής, αξιοποιώντας υπάρχουσες διεθνείς Συμβάσεις και Πρωτόκολλα (Άυλη Πολιτισμική Κληρονομιά της UNESCO, Κοινή Ευρωπαϊκή Αγροτική Πολιτική, ΠΟΠ/ΠΓΕ, Οικοτεχνία κ.ά.), αλλά και επιτυχημένα διεθνή παραδείγματα, να διαμορφώσουν τα νέα πλαίσια πολιτιστικής πολιτικής, προκειμένου να αποτρέψουν κατ’ αρχάς τη φθορά και τον εκφυλισμό του σημαντικού αυτού κεφαλαίου, και τελικά να συμβάλλουν στην επωφελή αξιοποίησή του.
Γιατί το πρόβλημά μας φαίνεται πως δεν είναι ο συχνά αναφερόμενος ως κίνδυνος, δηλαδή η αλλοίωση ή απώλεια της σχηματισμένης στο παρελθόν εθνικής ταυτότητας, όσο η αδυναμία μας να αποκτήσουμε μια σύγχρονη ταυτότητα, ξεφεύγοντας από τον φαύλο κύκλο, όπου αναπαράγεται η πολιτισμική μας αλλοτρίωση. Ίσως μάλιστα ο απροσδιόριστος φόβος αυτού του προβλήματος είναι που μας οδηγεί να αναζητούμε συνεχώς στηρίγματα στο αδιαμφισβήτητα λαμπρό παρελθόν και κυρίως στην αρχαιότητα. Αυτή η αντίληψη φαίνεται ότι διατρέχει και τη φιλοσοφία κάθε εθνικού μας προγραμματισμού από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ως σήμερα. Γι’ αυτό και η πολιτική της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ξεκινάει πάντοτε από την αρχαιότητα, όπου εξαντλείται το μεγαλύτερο ποσοστό της κρατικής μέριμνας και φροντίδας. Τις τελευταίες δεκαετίες ανακαλύψαμε το Βυζάντιο, που προσελκύει μεγάλο μέρος του υπολοίπου ενδιαφέροντός μας, για να μείνει ελάχιστο για τον σύγχρονο πολιτισμό, κορμός του οποίου είναι ο παραδοσιακός λαϊκός πολιτισμός. Αυτή η άνιση, ούτως ή άλλως αντιμετώπιση έχει ως συνέπεια την σε όλα τα επίπεδα υποβάθμιση της ανάγκης προστασίας αυτού του τμήματος του πολιτισμού.
Ο πολιτισμός, είτε ως άυλη κληρονομιά (έθιμα-δρώμενα, τεχνογνωσία, χειροτεχνία) είτε ως πρωτογενής παραγωγή και μεταποίηση (γεωργία, κτηνοτροφία, διατροφή) εντάσσεται στο επίκεντρο της αναπτυξιακής διαδικασίας και συνδέεται με τις στρατηγικές της οικονομικής ενίσχυσης στις περιοχές όπου υπάρχει δυνατότητα αξιοποίησής του. Βεβαίως, προηγείται η ενδυνάμωση των -χαλαρών τις τελευταίες δεκαετίες- δεσμών ανάμεσα στους αγρότες και τον τόπο τους, που είχε ως συνακόλουθο την μειωμένη παραγωγή γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, ως αναγκαίο βήμα για την αγροτική ανάπτυξη, η οποία θα ενσωματώνει όχι μόνον τις φυσικές πηγές αλλά και τους πολιτισμικούς πόρους για όλη την κοινωνία, αγροτική και αστική.
Είναι παρήγορο το γεγονός ότι η συμμετοχή κρατών στην προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς, μέσω της UNESCO, τείνει να μετατρέψει την καταγραφή και τεκμηρίωση του λαϊκού και παραδοσιακού πολιτισμού από ακαδημαϊκή δραστηριότητα σε διεθνές θεσμικό πλαίσιο πολιτιστικής διαχείρισης και πολιτικής. Έτσι γίνεται, τουλάχιστον θεσμικά, ο λαϊκός πολιτισμός αντικείμενο διαφύλαξης, προβολής, μελέτης, εκπαίδευσης και βιώσιμης ανάπτυξης και διαμορφώνεται το πολιτιστικό (ή ανθρωπογενές) περιβάλλον ως η αδιαίρετη ενότητα πολιτισμού, παρέμβασης του ανθρώπου και φυσικού τοπίου. Η ρεαλιστική συμφιλίωση των αναπτυξιακών με τους περιβαλλοντικούς στόχους με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή διαχείριση με σεβασμό στο περιβάλλον, θα οδηγήσει στην επίτευξη ενός καλύτερου κόσμου για τη σημερινή και τις μελλοντικές γενιές. Η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, πέραν της έννοιας της προστασίας, ενσωματώνει και την αξιοποίηση, κάτι το οποίο στην μεταμοντέρνα εποχή έχει εκληφθεί και ως εκμετάλλευση της ιστορίας και του πολιτισμού για ποικίλους λόγους, κυρίως για πολιτικούς ή οικονομικούς σκοπούς. Ωστόσο, η εκπαίδευση για την απόκτηση δεξιοτήτων παραγωγής πολιτιστικών αγαθών (χειροτεχνήματα, ποικίλες παραγωγικές τεχνικές), η παροχή πολιτιστικών εμπειριών μέσω του τουρισμού (αγροτουρισμός, επίσκεψη σε μουσεία, μνημεία, δρώμενα, πανηγύρια και άλλα αξιοθέατα) αποτελούν θεμιτή και αναγκαία εφαρμογή στρατηγικών περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας το πολιτιστικό συμβολικό κεφάλαιο που αποτελεί πραγματική τοπική αξία.
Ο πολιτιστικός τουρισμός είναι ένας κλάδος της πραγματικής οικονομίας ο οποίος αναπτύχθηκε διεθνώς, κυρίως τις τελευταίες ειρηνικές δεκαετίες του 20ού και τις δύο πρώτες του 21ου αιώνα. Ξεκίνησε με την επίσκεψη μνημειακών χώρων (αρχαιολογικοί χώροι, ναοί, κάστρα) και μουσείων και στη συνέχεια με την επίσκεψη των συγκεκριμένων τόπων, προκειμένου να γνωρίσουν και να συμμετάσχουν στην ζωντανή παραδοσιακή ατμόσφαιρα μέσα από την τοπική αρχιτεκτονική, την τοπική κουζίνα (μαγειρική διατροφή), τα πανηγύρια, τα έθιμα και τα δρώμενα, μένοντας συνήθως στην περιοχή περισσότερο χρόνο από μία απλή επίσκεψη. Η παρακολούθηση ενός δρωμένου, για παράδειγμα οι Μπούλες και Γενίτσαροι της Νάουσας, απαιτεί το λιγότερο τρεις ημέρες. Οι επισκέπτες πρέπει να εξασφαλίσουν τουλάχιστον δύο διανυκτερεύσεις.
(φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Με δεδομένο ότι ο πολιτιστικός τουρισμός αντιπροσωπεύει το 37% του παγκόσμιου και το 50% του ευρωπαϊκού τουρισμού, αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντική μπορεί να είναι η συνεισφορά π.χ. του εν λόγω δρώμενου, ενός θρησκευτικού πανηγυριού, ενός μουσείου που προβάλλει τον παραδοσιακό πολιτισμό μιας περιοχής. Η ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού ως εναλλακτικής μορφής τουρισμού συμβάλλει στην προβολή και αξιοποίηση της τοπικής ιστορικής κληρονομιάς και, παράλληλα, συντελεί στη βελτίωση της στάσης των τοπικών κοινοτήτων, των επισκεπτών και των υπευθύνων για χάραξη πολιτικής απέναντι στον πολιτισμό. Αντανακλά, τέλος, τη στροφή των ανεπτυγμένων κοινωνιών προς τις ανθρωπιστικές αξίες και την προσωπική καλλιέργεια και αποσυνδέει τον τουρισμό από την εποχικότητα, τη μαζικότητα και τις παραθαλάσσιες περιοχές, ενώ δημιουργεί εστίες στην διεθνή τουριστική αγορά που παρέχουν εκπαιδευτικές, αισθητικές και πνευματικές εμπειρίες στους επισκέπτες.
Η αναπτυξιακή διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς συνδέεται με τον επισκέπτη, ο οποίος απολαμβάνει τα πολιτιστικά αγαθά (προϊόντα) και σχετικές υπηρεσίες, όταν επισκέπτεται πολιτιστικούς χώρους και παρακολουθεί εκδηλώσεις σε μουσεία, πλατείες, πολιτιστικά κέντρα (εκθέσεις, συναυλίες, παραστάσεις, φεστιβάλ κ.ά.), αγοράζει προϊόντα πολιτιστικού περιεχομένου (βιβλία, δίσκους, χειροτεχνήματα, παραδοσιακά εδέσματα κ.ά.), ενισχύοντας τις τοπικές επιχειρήσεις (εργαστήρια υφαντικής, κεραμικής και αργυροχρυσοχοΐας, κοσμηματοπωλεία, τυπογραφεία, γραφεία μελετών και συμβούλων, επιχειρήσεις κατασκευών, ειδικευμένα τουριστικά πρακτορεία κ.λπ.).
Πηγές: Κατερίνα Δερμιτζάκη, Τάνια Δοξανάκη και Μιχάλης Λιναρδάκης, «Πολιτιστικός τουρισμός και τοπικά μουσεία: Παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταξύ τους σχέση», Το Μουσείο, 6 (2009), σελ. 21.
*Η Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη είναι τέως διευθύντρια, επιστημονική συνεργάτις του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Γενίτσαροι και Μπούλες στη Νάουσα (φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ)